1
Προσωρινός κάτοικος είναι αυτός που διαμένει προσωρινά σε κάποιο μέρος, μέχρι να μείνει κάπου αλλού.
Αυτός που περνά ένα μέρος κάθε χρόνου - πχ την καλοκαιρινή περίοδο - σε έναν τόπο δεν είναι προσωρινός κάτοικος αυτού του τόπου.
Δηλαδή εγώ δεν είμαι προσωρινός κάτοικος του εξοχικού μου. Διαμένω όμως προσωρινά σε ένα φίλο μέχρι να μετακομίσω.